μυστηρολογώ

μυστηρολογώ
μυστηρολογῶ, -έω (Μ)
κρυφομιλώ, συνεννοούμαι μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *μυστηριολογώ < μυστήρ-ιον + -λογῶ*, εκτός και αν το α' συνθετικό τής λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. *μυστήρ (πρβλ. μυστηρίς, μυστηρικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”